παραμονή

παραμονή
η, ΝΜΑ [παραμένω]
1. το να βρίσκεται κανείς σε έναν τόπο συνεχώς, η διαμονή («γνώρισε πολλούς ανθρώπους κατά την παραμονή του στο εξωτερικό)
2. το να μένει κάποιος ή κάτι επί πολύ χρόνο στην ἴδια κατάσταση, διατήρηση (α. «η παραμονή του στην ηγεσία είναι βέβαιη» β. «οἶνος πρὸς παραμονὴν ἐπιτήδειος», Γεωπ.)
νεοελλ.-μσν.
η προηγούμενη ημέρα εθνικής ή θρησκευτικής εορτής ή γεγονότος (α. «παραμονή τών Χριστουγέννων» β. «αρρώστησε την παραμονή τής αναχώρησής του για το εξωτερικό»)
μσν.
1. (ιδίως στο Βυζάντιο) φρουρά
2. φρ. «εἰς παραμονήν»
(με επιρρμ. σημ.) διαρκώς, συνεχώς
αρχ.
1. (για δούλο τού οποίου αναβλήθηκε η απελευθέρωση) υποχρέωση για συνέχιση τής υπηρεσίας
2. σταθερότητα, διάρκεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραμονῇ — παραμονή obligation to continue in service fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονή — obligation to continue in service fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονή — η 1. διαμονή, αναμονή: Η παραμονή στον προθάλαμο του χειρουργείου είναι σκληρή δοκιμασία. 2. η προηγούμενη της γιορτής ή κάποιου γεγονότος: Την παραμονή των Χριστουγέννων η αγορά έχει μεγάλη κίνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμονῆι — παραμονῇ , παραμονή obligation to continue in service fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμοναῖς — παραμονή obligation to continue in service fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμοναί — παραμονή obligation to continue in service fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονῆς — παραμονή obligation to continue in service fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονήν — παραμονή obligation to continue in service fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονῶν — παραμονή obligation to continue in service fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”